λιποπρωτεΐνη

λιποπρωτεΐνη
η
συν. στον πληθ. οι λιποπρωτεΐνες
(βιοχ.) ουσίες που περιέχουν λιποειδή και πρωτεΐνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoprotein < lip(o)- (< λίπος) + protein (< πρωτεΐνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… …   Dictionary of Greek

  • μυελίνη — η φυσιολ. λιποπρωτεΐνη που παράγεται από τα κύτταρα τού Σβαν τών περιφερειακών νεύρων και από τα ολιγοδενδροκύτταρα τού κεντρικού νευρικού συστήματος και σχηματίζει ένα έλυτρο γύρω από τους νευρίτες τών νευρικών κυττάρων τών περιφερειακών νεύρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”